περίπλους

περίπλους
Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας, που η πιο συνηθισμένη μορφή της ήταν ο π., η περιγραφή δηλαδή των παραλίων μιας χώρας, καθώς το πλοίο προχωρούσε στον τελικό προορισμό του. Στον π. περιγράφονταν λιμάνια, εκβολές ποταμών, οι ακτές, προσδιορίζονταν τα επικίνδυνα σημεία, οι αποστάσεις από το ένα λιμάνι στο άλλο, θέσεις που ανάβλυζε πόσιμο νερό κλπ. Σταδιακά ο π. περιλάμβανε και γενικότερα γεωγραφικά και εθνογραφικά στοιχεία. Στο είδος αυτό πρώτοι διακρίθηκαν οι Ίωνες. Πολλοί αρχαίοι Έλληνες πεζογράφοι έδωσαν στα έργα τους τον τίτλο Περίπλους, γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε πλούσια φιλολογία. Στους π. ανήκουν οι περιγραφές της δυτικής ακτής της Αφρικής από τον Καρχηδόνιο Άννωνα, των ακτών της Ισπανίας, Βρετανίας και Γαλατίας από τον Αβιηνό, του πλου του Νέαρχου από τον Ινδό ποταμό μέχρι τον Ευφράτη, που έκαναν ο Στράβωνας και ο Αρριανός κλπ. Στα μεταγενέστερα χρόνια π. έγραψαν ο Εύδοξος από τη Ρόδο (Π. της Ερυθράς Θαλάσσης) και ο Φλάβιος Αρριανός από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας (Π. του Ευξείνου Πόντου).
* * *
(I)
-ου, ο, ΝΑ, και περίπλοος, -όου, Α
1. πλους, ταξίδι γύρω από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο περίπλους τής Αφρικής» β. «δείσαντες μάλιστα τὸν περίπλοον τοῡ Ἄθω», Ηρόδ.)
2. φιλολ. γεωγραφικό κείμενο που περιγράφει τα παράλια, κατά την κύρια σημασία τού ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως είναι λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής
αρχ.
1. (με ειδική σημ.) πλους γύρω από τον στόλο εχθρού
2. (κατ' επέκτ.) ταξίδι στην ξηρά, περιοδεία
3. ως κύριο όν. Περίπλους
τίτλος πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως τού Καρχηδονίου Άννωνος, τού Νεάρχου, τού Πυθέου, τού Αρριανού ή τού Σκύλακος και τού Αγαθαρχίδη
4. μτφ. το ταξίδι τής ψυχής κατά τη μετεμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τού επιθ. περίπλους*].
————————
(II)
-ουν και, -οος, -οον, Α [περιπλέω]
1. αυτός που πλέει γύρω από κάποιον τόπο
2. αυτός που περιβάλλει κάτι («σὺν λοβοῑς πολλάκις κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)
3. (κυρίως για πορθμό) αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί κανείς να πλεύσει από τη μία ακτή ώς την απέναντι
4. (με παθ. σημ.) αυτός γύρω από τον οποίο μπορεί να πλεύσει κανείς («αὔτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίπλους — masc/fem nom pl περίπλους masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλους — ο ου 1. το θαλασσινό ταξίδι γύρω από στεριά: Περίπλους της Γης. 2. περιγραφή ναυτικής περιήγησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίπλουν — περίπλους masc/fem acc sg περίπλους neut nom/voc/acc sg περιπλέω sail imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) περιπλέω sail imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλοι — περίπλους masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλοις — περίπλους masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλου — περίπλους masc/fem/neut gen sg περιπέλομαι move round imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλω — περίπλους masc/fem/neut nom/voc/acc dual περιπλέω sail aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλων — περίπλους masc/fem/neut gen pl περιπλέω sail aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλῳ — περίπλους masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”